φούρλα

φούρλα
η, Ν
γύρος, κυκλική χορευτική κίνηση, στριφογύρισμα («έκανε συνεχώς φούρλες).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. frullo, με μετάθεση τού -ρ- / -r-].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”